- μπαλαντέρ
- οάκλ. (στη χαρτοπαιξία ή άλλα παιχνίδια) χαρτί τής τράπουλος ή άλλο στοιχείο που μπορεί να αντικαταστήσει οποιοδήποτε άλλο χαρτί ή στοιχείο, αλλ. τζόκερ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baladeur «αυτός που περιφέρεται» (πρβλ. αγγλ. joker) < ρ. (se) balader «περιφέρομαι, τριγυρίζω» < balade «βόλτα, περίπατος» < ballade «μπαλάντα» (βλ. λ. μπαλάντα, μπαλαντέζα)].
Dictionary of Greek. 2013.